- Σπανῷ
- Σπανόνmasc dat sgΣπανόςgreymasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπάνω — Ν βλ. σπάω … Dictionary of Greek
σπάνω — βλ. σπάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπανῷ — σπανός rare masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
σπάζω — και σπάω και σπάνω έσπασα, σπάστηκα, σπασμένος 1. μτβ. και αμτβ., τσακίζω, θραύω: Πέταξε το ποτήρι στον τοίχο και το έσπασε. – Έσπασαν τα αβγά. 2. μτφ., «Σπάζω το ρεκόρ», ξεπερνάω την επίδοση που έχει επιτευχθεί σε κάποιο αγώνισμα· «Σπάζω το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)